- έκταξη
- η (AM ἔκταξις)νεοελλ.έγγραφη εξουσιοδότηση που γίνεται σε κάποιον για είσπραξη πραγμάτων ή χρημάτων(| μσν. (νομ.) εντολή σε κάποιον να υποσχεθεί ή να δώσει κάτι σε τρίτον, αλλιώς αντίδοσιςαρχ.1. παράταξη τού στρατού για μάχη2. εκστρατεία («ἔκταξις κατ' Ἀλανῶν», τίτλος έργου τού Αρριανού)3. διάθεση, διανομή («ἔκταξις σίτου», Ιώσηπ.).
Dictionary of Greek. 2013.